- ἐξορύξαντες
- прокопавшиевыколовшие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξορύξαντες — ἐξορύσσω dig out aor part act masc nom/voc pl ἐξορύ̱ξαντες , ἐξορύσσω dig out aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)